Το πιο πολύτιμο νόμισμα στον κόσμο βρίσκεται στο λόμπι της Federal Reserve Bank της Νέας Υόρκης, μέσα σε προθήκη από αλεξίσφαιρο γυαλί παγιδευμένη με συναγερμό, που φυλάσσεται επιπλέον από ένοπλη φρουρά. Πρόκειται για το Double Eagle έκδοσης 1933, που θεωρείται ένα από τα σπανιότερα και πιο όμορφα νομίσματα της Αμερικής. Το έκθεμα 18E έχει ονομαστική αξία 20 δολαρίων και η τιμή αγοράς του ανέρχεται στα 7,6 εκατ. δολάρια. Προέρχεται από την τελευταία παρτίδα χρυσών νομισμάτων που κόπηκαν ποτέ από την αμερικανική κυβέρνηση. Τα νομίσματα δεν βγήκαν ποτέ σε κυκλοφορία. Τα περισσότερα από τα 445.500 τεμάχια που φτιάχτηκαν οδηγήθηκαν στο χυτήριο πολύτιμων μετάλλων το 1937.
Τα περισσότερα, αλλά όχι όλα. Μερικά από τα νομίσματα ξεγλίστρησαν έξω από το Νομισματοκοπείο της Φιλαδέλφεια λίγο πριν καταστραφούν. Η Μυστική Υπηρεσία των ΗΠΑ, υπεύθυνη για την προστασία του νομίσματος της χώρας, τα αναζητά εδώ και 70 χρόνια. Έχουν αποτελέσει το θέμα τεσσάρων βιβλίων και ενός ντοκιμαντέρ.
Η ιστορία ξεκινά αμέσως μετά την ορκομωσία του Φραγκλίνου Ρούσβελτ στις 4 Μαρτίου 1933, εν μέσω της Μεγάλης Ύφεσης. Χιλιάδες τράπεζες κατέρρεαν καθώς ο κόσμος πανικοβλημένος απέσυρε τις αποταμιεύσεις του. Όσο η προσφορά χρυσού μειωνόταν, η χώρα αντιμετώπιζε πιθανή αφερεγγυότητα. Στις 5 Απριλίου, ο Ρούσβελτ εξέδωσε ένα Εκτελεστικό Διάταγμα που απαγόρευε την αποθησαύριση σε χρυσό και υποχρέωνε τους πολίτες να ανταλλάσσουν τα χρυσά νομίσματα με χαρτονομίσματα.
Ο μακρινός εξάδελφος του Ρούσβελτ, ο Θίοντορ, ήταν αυτός που είχε αναθέσει στον γλύπτη Augustus Saint-Gaudens να σχεδιάσει ένα χρυσό 20δόλαρο στις αρχές της δεκαετίας του 1900. Ήθελε ένα αμερικανικό νόμισμα εφάμιλλο σε ομορφιά με τα αρχαία ελληνικά. Στη μια του πλευρά αποτυπώνεται η μορφή της Ελευθερίας κρατώντας κλαδί ελιάς στο αριστερό χέρι και ένα πυρσό στο δεξί. Στην άλλη εικονίζεται ένας αετός που πετά και στο φόντο ο ανατέλλων ήλιος.
Τον Ιανουάριο του 1934, με απόφαση του Κογκρέσου, ο πρόεδρος κρατικοποίησε το χρυσό που κατείχε η Fed και αύξησε την τιμή της ουγγιάς. Όλα τα χρυσά νομίσματα του κράτους οδηγήθηκαν στο χυτήριο ώστε να μετατραπούν σε ράβδους. Το 1937 το Νομισματοκοπείο της Φιλαδέλφεια έστειλε στους φούρνους νομίσματα αξίας 50 εκατ. δολαρίων, συμπεριλαμβανομένων των Double Eagles.
Περίπου την εποχή εκείνη, ένας κοσμηματοπώλης ονόματι Israel Switt, φέρεται να πούλησε μερικά από τα νομίσματα σε κάποιους από τους πιο γνωστούς εμπόρους και συλλέκτες της εποχής, σύμφωνα με απόρρητα έγγραφα των Μυστικής Υπηρεσίας. Ο Switt πούλησε το έκθεμα 18E, σε έναν έμπορο από το Τέξας ο οποίος με τη σειρά του το πούλησε στο βασιλιά Φαρούκ της Αιγύπτου αντί 1.575 δολ. το 1944.
Επτά χρόνια αργότερα, ο βασιλιάς Φαρούκ εκθρονίστηκε και η περίφημη συλλογή των 8.500 χρυσών νομισμάτων του θα δημοπρατούνταν. Ανάμεσα σε αυτά και ένα Double Eagle του 1933. Όταν το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ είδε στον κατάλογο της δημοπρασίας του 1954 το νόμισμα ζήτησε από τους Αιγυπτίους να το επιστρέψουν στην Ουάσιγκτον. Την τελευταία στιγμή, το Double Eagle αποσύρθηκε από τη δημοπρασία, και στη συνέχεια εξαφανίστηκε.
Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, ο Stephen Fenton, πρόεδρος της British Numismatic Trade Assn. και συλλέκτης νομισμάτων ο ίδιος δήλωσε ότι ένα Double Eagle του 1933 περιήλθε στην κατοχή του μέσω ένα αιγυπτίου κοσμηματοπώλη που είχε διασυνδέσεις με το στρατό. Ο Fenton αγόρασε το Double Eagle αντί 210.000 δολ. και κανόνισε να το πουλήσει σε έναν Αμερικανό ντήλερ, τον Jasper Parrino, για $850.000. Στις 7 Φεβρουαρίου 1996, ο Fenton μετέβη στη Νέα Υόρκη και το επόμενο πρωί, σε σουίτα του 22ου όροφο του ξενοδοχείου Hilton παρουσίασε το νόμισμα στον Parrino, ο οποίος είχε ήδη κανονίσει να το πουλήσει στον τεξανό ντήλερ Jack Moore για 1.650.000 $. Άνθρωποι της Μυστικής Υπηρεσίας περίμεναν ένοπλοι στο διπλανό δωμάτιο και μετά από μία σκηνή που θύμιζε χολυγουντιανή ταινία, κατέσχεσαν το νόμισμα.
Μετά από μία πενταετία νομικών διενέξεων, ο Fenton και το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης κατέληξαν σε μία πρωτοφανή συμφωνία: Το νόμισμα θα έβγαινε σε δημοπρασία και οι δύο πλευρές θα μοιράζονταν τα έσοδα.
Tο Φεβρουάριο του 2002, το Νομισματοκοπείο ανακοίνωσε τη δημοπρασία του «ενός και μοναδικού» εικοσαδόλαρου από τον οίκο Sotheby’s. Η δημοπρασία που έλαβε χώρα στις 30 Ιουλίου σε μία ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα ξεκινησε με αρχική τιμή τα 2,5 εκατ. δολάρια. Έξι λεπτά αργότερα το νόμισμα κατοχυρώθηκε σε ανώνυμο αγοραστή, κατά πάσα πιθανότητα Αμερικανό, αντί 6,6 εκατ. δολαρίων, τίμημα σχεδόν διπλάσιο από οποιαδήποτε είχε δοθεί ποτέ για νόμισμα.
Ο αγοραστής δάνεισε το Double Eagle στην American Numismatic Society, η οποία το εκθέτει από τότε στην Fed της Νέας Υόρκης.
Δύο χρόνια αργότερα, ως κεραυνός εν αιθρία ήρθε η δήλωση της Joan Langbord, μοναχοκόρης του Israel Switt, ότι είχε στην κατοχή της 10 νομίσματα Double Eagles του 1933, τα οποία όπως δήλωσε, είχε ανακαλύψει ξαφνικά στον πάτο μίας τραπεζικής θυρίδας που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα της. Ελπίζοντας σε μία συμφωνία παρόμοια με του Fenton, η Langbord στις 15 Σεπτεμβρίου 2004, συναντήθηκε με δικηγόρους του Νομισματοκοπείου. Μια εβδομάδα αργότερα παρέδωσε τα Double Eagles στην κυβέρνηση για έλεγχο γνησιότητας. Τα νομίσματα δεν επεστράφησαν ποτέ.Το Νομισματοκοπείο είχε επιβεβαιώσει τη γνησιότητα των νομισμάτων άλλα δεν επροτίθετο να συμφωνήσει σε κάποιο διακανονισμό. Το Δεκέμβριο του 2006 οι Langbords πήγαν το θέμα στα δικαστήρια.
Τον περασμένο Ιούλιο, οκτώ χρόνια μετά την αποκάλυψη της Langbord, ξεκίνησε η δίκη σε δικαστήριο της Φιλαδέλφεια. Μετά από οκτώ ημέρες αλλεπάλληλων καταθέσεων και παραστάσεων μαρτύρων, οι ένορκοι έλαβαν απόφαση υπέρ του κράτους την οποία, οι Langbords αναμένεται να εφεσιβάλουν. Ουδείς γνωρίζει που τελειώνει η ιστορία των νομισμάτων, ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς πως τα νομίσματα της υπόθεσης Langbord είναι πολύ πιθανό να μην είναι τα τελευταία Double Eagle σε κυκλοφορία.
http://thenetwar.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου